βάλλω

βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετε); βάλλων: aor. (βᾰλεν), (βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)
a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58

ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13

ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμαP. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,

ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36

δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77

καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12

ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89

μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55

ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31

πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,

χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57

Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)

κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39

d med.,
I cast (anchor), met.

ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13

II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,

βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138

κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3

ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8
e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.

ἐμβάλλω O. 7.44

τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.

ἐπιβάλλω P. 11.14

]

πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6

f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάλλω — throw pres subj act 1st sg βάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλλω — βάλλω, έβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — έβαλα, βλήθηκα 1. ρίχνω σφαίρα, πέτρα: Τα στρατεύματα έβαλλαν κατά του εχθρού. 2. εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Βάλλει εναντίον μου για προσωπικούς λόγους. 3. βάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάλλετον — βάλλω throw pres imperat act 2nd dual βάλλω throw pres ind act 3rd dual βάλλω throw pres ind act 2nd dual βάλλω throw imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλλον — βάλλω throw pres part act masc voc sg βάλλω throw pres part act neut nom/voc/acc sg βάλλω throw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βάλλω throw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλῃ — βάλλω throw aor subj mp 2nd sg βάλλω throw aor subj act 3rd sg βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλοῦσι — βάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) βάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλοῦσιν — βάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) βάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβλημένα — βάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) βεβλημένᾱ , βάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) βεβλημένᾱ , βάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλετε — βάλλω throw aor imperat act 2nd pl βά̱λετε , βάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) βάλλω throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”